- ὀρεινομῶ
- ὀρεινομέωgrazepres subj act 1st sg (attic epic doric)ὀρεινομέωgrazepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορεινομώ — ὀρεινομῶ, έω (Α) [ορεινόμος] βόσκω ή ζω στα όρη … Dictionary of Greek